- τανύω
- ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόννεοελλ.μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και τανυούμαια) εκτείνω τα μέλη τού σώματος μου λόγω κοπώσεως, ατονίας ή ασθένειαςβ) σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή κατά τον τοκετόαρχ.1. κατευθύνω, οδηγώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἐπ' Ἰσθμῷ... ἅρμα... τάνυεν», Πίνδ.)2. εκτείνω κάτι σε μήκος, απλώνω («παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν», Ομ. Οδ.)3. (για πτηνά κατά την πτήση τους) σχηματίζω σειρά που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος4. (μέσ. και παθ.) α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθειαβ) (για άλογα) τρέχω με όλη μου τη δύναμη5. μτφ. α) προσδίδω σε κάτι μεγαλύτερη ένταση, επιτείνω («ἔριδα πτολέμοιο τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.)β) διεγείρω, παροξύνω («ἔριδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο πεῑραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.)6. φρ. α) «τανύειν τὰ ὦτα» — ένταση τής προσοχής, το να δίνει κανείς προσοχή σε κάτι (Ιουλ. Αιγ.)β) «τανύειν ὄμμα ἐπὶ τίνος [ή ἔς τινα]» — το να στρέφει κανείς το βλέμμα του σε κάποιον ἡ σε κάτι (Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τανύω σχηματίστηκε δευτερογενώς από τον αρχ. ενεστ. τάνυμαι*, κατά τα θεματικά βαρύτονα φωνηεντόληκτα τής α' συζυγίας. Από τον αόρ. ἐτανύσθην, που έδινε την αίσθηση ρήματος σε -ίζω (πρβλ. ἐνομίσθην), σχηματίστηκε ο νεοελλ. τ. τανύζω, -ομαι].
Dictionary of Greek. 2013.